στοίβαγμα

στοίβαγμα
[стивагма] ουσ. о. сваливание в кучу, нагромождение,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "στοίβαγμα" в других словарях:

  • στοίβαγμα — και στοίβασμα, το, Ν [στοιβάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στοιβάζω, η σε επάλληλες σειρές τοποθέτηση ή και η άτακτη συσσώρευση πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • στοίβαγμα — το 1. σχηματισμός σωρού. 2. στρίμωγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμη — ἄμη, η (Α) 1. σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι, τσάπα 2. κουβάς, σκάφη 3. εργαλείο για την αποκοπή ξερών χόρτων ή θάμνων, γκόσα, κοσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής τεχνικής ορολογίας, που δηλώνει εργαλείο κατάλληλο για μάζεμα, συγκέντρωση, στοίβαγμα,… …   Dictionary of Greek

  • επιστοίβαση — η (Μ ἐπιστοίβασις) [επιστοιβάζω] στοίβαγμα, προσεχτική τοποθέτηση καρπών (σταφίδας, σύκων κ.λπ.) ώστε να χωρέσουν όσο το δυνατόν περισσότερα σε περιορισμένο χώρο …   Dictionary of Greek

  • πάτημα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.) στη πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστέλλου. * * * το, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού πατώ, το βήμα («υπό τα θεία πατήματα», Κάλβ.) 2. η ενέργεια τού πατώ, το… …   Dictionary of Greek

  • πατίκωμα — και πατήκωμα, το [πατικώνω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού πατικώνω, η συμπίεση, η σύνθλιψη, το στοίβαγμα …   Dictionary of Greek

  • στοίβασμα — το, Ν βλ. στοίβαγμα …   Dictionary of Greek

  • στοιβασία — η, ΝΜΑ τοποθέτηση πραγμάτων σε στοίβες, σε επάλληλες σειρές, το στοίβαγμα νεοελλ. ναυτ. σωστή τοποθέτηση τού φορτίου ή τής σαβούρας τού πλοίου για την αποφυγή μετατοπίσεων σε περίπτωση θαλασσοταραχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοίβασις, κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

  • στοιβασμός — ό, ΝΜ [στοιβάζω] στοιβασία, στοίβαγμα …   Dictionary of Greek

  • στρύμωγμα — και στρύμωμα και στρίμω(γ)μα, το, Ν [στρυμώ(χ)νω / στριμώ(χ)νω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρυμώχνω, συμπίεση ή στοίβαγμα 2. αμοιβαίο σπρώξιμο σε πυκνό πλήθος ανθρώπων, συνωστισμός 3. μτφ. α) έλλειψη δυνατότητας φυγής, το να βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»